- ἔκροια
- ἔκροιαfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκροια — ἔκροια, ιων. ἐκροίη, η (Α) βλ. έκρυσις … Dictionary of Greek
ἐκροίας — ἐκροίᾱς , ἔκροια fem acc pl ἐκροίᾱς , ἔκροια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκροίαις — ἔκροια fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκροιαι — ἔκροια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκροιαν — ἔκροια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)